υπορχημα

υπορχημα
    ὑπόρχημα
    ὑπ-όρχημα
    -ατος τό гипорхема (вид торжественной песни в честь Аполлона в сопровождении пляски) Plat., Plut., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υπορχημα" в других словарях:

  • ὑπόρχημα — song accompanied by dancing and pantomimic action neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόρχημα — Είδος αρχαίας ελληνικής λατρευτικής ποίησης, για το οποίο δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες. Πιθανώς ήταν χορικό άσμα που συνοδευόταν από ζωηρή όρχηση και μιμικές κινήσεις. Τα υ. δημιουργούνται κυρίως σε κρητικά μέτρα, και ήταν παρόμοια με εκείνα που …   Dictionary of Greek

  • ὑπορχημάτων — ὑπόρχημα song accompanied by dancing and pantomimic action neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορχήμασι — ὑπόρχημα song accompanied by dancing and pantomimic action neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορχήμασιν — ὑπόρχημα song accompanied by dancing and pantomimic action neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορχήματα — ὑπόρχημα song accompanied by dancing and pantomimic action neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορχήματι — ὑπόρχημα song accompanied by dancing and pantomimic action neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορχήματος — ὑπόρχημα song accompanied by dancing and pantomimic action neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HYPORCHEMA — Graece Υ῾πόρχημα, poematis genus laxum ac remissum, gestuosum tamen et affectuum plenum: quale Pratinae Poetae Phliasii, pyrrhichiis refertum, ob celeritatem, exhibet Iul. Caes. Scalig. poet. l. 1. c. 47. cuius initium: Τίς ὁ θόρυβος ὅδε; τίνα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπορχηματικός — ή, όν, Α [ὑπόρχημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υπόρχημα 2. φρ. «ποίησις ὑπορχηματική» ποίηση υπορχημάτων …   Dictionary of Greek

  • BATHYLLUS — ad olescens Samius ab Anacronte dilectus. Horat. Epod. Od. 14. v. 9. Non aliter Samiô dicunt arsisse Bathyllô Anacreonta Teium. Item Pantominus. Patriâ Alexandrinus, Maecenatis delitium. Iuvenal. Sat. 6. v. 63. Molli saltante Bathyllô. Persius,… …   Hofmann J. Lexicon universale


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»